
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, η κατανάλωση, παρ’ όλο που αποτελεί τη σημαντικότερη διέξοδο στο μελαγχολικό κλίμα της οικονομικής κρίσης, δεν μπορεί να κρύψει την πραγματική μας γύμνια.
13.12.09 ΚΥΡΙΑΚΗ
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Νέα Υόρκη, όπου βρέθηκα περίπου για μία εβδομάδα, προσκεκλημένη του Ιδρύματος Ωνάση με αφορμή τα εγκαίνια μιας σημαντικής έκθεσης εικόνων της βενετοκρατούμενης Κρήτης του 15ου και του 16ου αιώνα, η πόλη ήταν γιορτινή. Φωτισμένη με μερικές χιλιάδες παραπάνω φωτάκια από πέρυσι, πολύβουη και αστραφτερή, υποκλινόταν με στιλ, όπως μόνο εκείνη κατέχει, στις ορδές των τουριστών από κάθε γωνιά της γης. Οι Ευρωπαίοι, πιστοί εραστές του Μανχάταν, οι ιδιαίτεροι και εκλεπτυσμένοι Ασιάτες, αλλά και οι νέες αφίξεις των πολύπαθων Ρώσων, κάποιοι από τους οποίους έχουν συντονιστεί στους ρυθμούς του άκρατου καπιταλισμού, έδιναν στην πόλη την ψευδαίσθηση μιας οικονομικής ευημερίας, μιας ηρεμίας γιορτινής, που επικρατεί μόνο στα παραμύθια. Εικόνες χριστουγεννιάτικες, μαγικές, άνθρωποι φιλόξενοι, χαμογελαστοί, έτοιμοι να σε εξυπηρετήσουν, να σε βοηθήσουν, συμπλήρωναν τον αναστεναγμό μιας παιδικής ευχής, τη στιγμή ακριβώς πριν φύγει από τα χείλια και ταξιδεύσει μέχρι τα αυτιά του Άη Βασίλη, ο οποίος και αυτές τις γιορτές διατηρεί το κεφάλαιό του στο ακέραιο προκειμένου να εκπληρώσει τις ανάγκες τόσων και τόσων παιδιών.
Τα παραμύθια, όμως, από πολύ νωρίς έχουν φτιαχτεί μέσα από τη σύγκρουση των καταστάσεων, μέσα από την αδικία του κόσμου και το contrast της ζωής των ηρώων τους. Οι φτωχοί στέκονται απέναντι από τους πλούσιους και η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη. Οι πρώτοι δεν μπορούν να έχουν τη ζωή που ονειρεύονται, ενώ οι δεύτεροι δεν διαθέτουν το χρόνο να αναλογιστούν όσα έχουν.
Τα παραμύθια, όμως, από πολύ νωρίς έχουν φτιαχτεί μέσα από τη σύγκρουση των καταστάσεων, μέσα από την αδικία του κόσμου και το contrast της ζωής των ηρώων τους. Οι φτωχοί στέκονται απέναντι από τους πλούσιους και η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη. Οι πρώτοι δεν μπορούν να έχουν τη ζωή που ονειρεύονται, ενώ οι δεύτεροι δεν διαθέτουν το χρόνο να αναλογιστούν όσα έχουν.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το παραμύθι του Άντερσεν με τίτλο «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα». Όλοι θυμούνται πως η ιστορία του λάμβανε χώρα περίπου τέτοιες μέρες, ημέρες γιορτινές, οικογενειακές. Η πόλη που φιλοξενούσε το άστεγο παιδί θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η Νέα Υόρκη, αλλά και η Αθήνα πλέον, έχοντας ξεπεράσει προ πολλού το μύθο της ανθρώπινης και στοργικής μεγαλοεπαρχίας. Πέρα από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της φτώχειας του άστεγου μικρού παιδιού και της εγκατάλειψης που βίωσε σε μια πολύβουη και ευημερούσα πόλη, κάτι που ισχύει σήμερα περισσότερο από ποτέ, τα σπίρτα κρύβουν στο μικρό τους κουτάκι την πλάνη του πολιτισμού μας. Το παραμύθι είναι βασισμένο σε μια καταναλωτική και εμπορική αυταπάτη, σαν αυτές που τρέφουμε όλοι μας, πλούσιοι και φτωχοί, για να κρατηθούμε ζεστοί τις κρύες νύχτες της οικονομικής και δημοσιονομικής κατάρρευσης.
Κανείς δεν είναι πλέον ασφαλής. Κανείς, όσο πλούσιος και εάν είναι, δεν μπορεί να προγραμματίσει το μέλλον του όπως θα μπορούσε να το κάνει ενδεχομένως από το 1960 και μετά, ζώντας μια σταθερή ανάπτυξη, μια ειρηνική ακμή, εν πολλοίς χωρίς κρυμμένες παγίδες. Άρα, υπό αυτή την έννοια είμαστε όλοι άστεγοι. Τα σπίρτα, όμως, που έχουμε στα χέρια μας -άλλωστε μετά τον περασμένο Σεπτέμβριο έχει γίνει αντιληπτό ότι η παγκόσμια οικονομία μόνο σαν σπιρτόκουτο μπορεί να συμβολιστεί- τι είδους «ταξίδια» μας προσφέρουν...
Κανείς δεν είναι πλέον ασφαλής. Κανείς, όσο πλούσιος και εάν είναι, δεν μπορεί να προγραμματίσει το μέλλον του όπως θα μπορούσε να το κάνει ενδεχομένως από το 1960 και μετά, ζώντας μια σταθερή ανάπτυξη, μια ειρηνική ακμή, εν πολλοίς χωρίς κρυμμένες παγίδες. Άρα, υπό αυτή την έννοια είμαστε όλοι άστεγοι. Τα σπίρτα, όμως, που έχουμε στα χέρια μας -άλλωστε μετά τον περασμένο Σεπτέμβριο έχει γίνει αντιληπτό ότι η παγκόσμια οικονομία μόνο σαν σπιρτόκουτο μπορεί να συμβολιστεί- τι είδους «ταξίδια» μας προσφέρουν...
Τι τα κάνουμε αυτά τα σπίρτα; Πνίγουμε το φόβο μας στην αδιάλειπτη κατανάλωση; Συσσωρεύουμε υλικά αγαθά και κλείνουμε την πόρτα μας στα συναισθήματά μας ή στα συναισθήματα των αγαπημένων μας; Μεταχειριζόμαστε το σπίτι μας σαν φρούριο και πετάμε έξω ό,τι δεν μας ταιριάζει στην επίπλωση; Μεταχειριζόμαστε ακόμα ανθρώπους σαν αναλώσιμα γραφείου, που πετιούνται πολύ πριν εξαντλήσουν τα αποθέματά τους; Τα σπίρτα τι φωτίζουν; Τη ματαιοδοξία μας ή την ανθρωπιά μας; Τον υλισμό μας ή τη γενναιοδωρία μας; Τον κυνισμό ή το χιούμορ;
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα στο τέλος του παραμυθιού πεθαίνει από το κρύο, αλλά πεθαίνει αφού πρώτα αισθάνθηκε τι πραγματικά έχει ανάγκη η ψυχή του. Εμείς τι προτιμάμε να δούμε;