Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Η αιώνια λιακάδα του... προγλωσσικού σταδίου


Ζούμε μάλλον σε εποχές που τα βιώματα του καθενός και η κοινωνική πραγματικότητα μοιάζουν ακατανόητα ή απολύτως βαρετά για να μπορεί ένας δημιουργός να αντλήσει υλικό από αυτά. Δεν είναι καινούργια η «καραμέλα» περί σχεδόν παντελούς έλλειψης καλών σεναρίων και σεναριογράφων από την τηλεόραση, πολλώ δε μάλλον από τον κινηματογράφο. Πέρα από τον προϋπολογισμό που απαιτείται, τα τεχνικά μέσα, τους ηθοποιούς και τη σκηνοθεσία, αυτό που έχει πλέον τη μεγαλύτερη σημασία -και από αυτό πάσχουμε- είναι αυτός που αποφασίζει να γράψει και να εκτεθεί δημόσια οφείλει να έχει να πει κάτι.

Μίλα μου... αλαμπουρνέζικα
Εκτός από την αντιγραφή παλιών επιτυχημένων συνταγών στα σίριαλ, έχουμε και το νέο φρούτο της αποδόμησης. Η αντίληψη του «μεταμοντερνισμού» στην τέχνη, που αντιδρά στη φόρμα χρησιμοποιώντας παραδοσιακά στοιχεία σε πρωτότυπες συνθέσεις, απέχει μακράν από το σίριαλ της Μυρτώς Κοντοβά που προβάλλεται στο Mega. Το συγκεκριμένο σίριαλ, που υποτίθεται ότι στηρίζεται σε ένα σενάριο μακριά από τα συμβατικά, όπως είναι και η ομώνυμη στήλη και η περσόνα που καλλιεργεί έντεχνα η δημιουργός, κατορθώνει τελικά να δημιουργήσει ήρωες με στοιχεία καρικατούρας, αδιέξοδους διαλόγους εμπνευσμένους από σουρεαλιστικές φαντασιώσεις και χιούμορ κρύο έως ανύπαρκτο, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, και κυρίως χωρίς καμία υπόθεση. Επίσης, η ανάγκη απεικόνισης μιας ζωής παράλληλης με αυτήν που ζουν οι κανονικοί άνθρωποι -τους οποίους, φευ, απεχθανόμαστε-, που μπορούν από το πουθενά να χαίρονται και να κάνουν πάρτι, να βρίσκουν χρήματα στο δρόμο, να κάνουν σεξ στα όρθια με όλους τους τεχνικούς της Αθήνας και να ζουν το ελληνικό όνειρο στο Γκάζι και στον Κεραμεικό, και κυρίως τη νύχτα, κατοικεί στο μυαλό της δημιουργού μεν, αλλά δεν κατορθώνει να μας πείσει τηλεοπτικά για το πόσο μας αφορά η ιστορία της.

Η αποτυχία της υλοποίησης
Φαντάζομαι ότι η δημιουργία ενός τέτοιου σίριαλ πηγάζει από την ανάγκη του σεναριογράφου να μιλήσει για τη δική του οπτική πάνω στην πόλη. Να καταθέσει τη δική του μαρτυρία απέναντι σε όσα συμβαίνουν σε διαφορετικούς ανθρώπους, που πνίγονται από τη στυγνή καθημερινότητα αλλά κατορθώνουν ως διά μαγείας να μη χάνουν το κέφι τους και να παραμένουν διαφορετικοί, ενδιαφέροντες και με κέφι. Αυτή η ιστορία -την οποία εν πολλοίς προσπάθησε να μας πει η κ. Κοντοβά και με τα περσινά «Υπέροχα πλάσματα»- είναι μάλλον μια αυτοβιογραφική της ανάγκη. Μια ανάγκη που είναι κοινή -και γι’ αυτό βρίσκει μεγάλη απήχηση στη στήλη και στους στίχους της- σε ανθρώπους που σαραντάρισαν και επιμένουν να πηγαίνουν κόντρα στο συρμό, ό,τι εννοούν εκείνοι ως συρμό. Να μην παντρεύονται, να απελευθερώνονται σεξουαλικά, να ζουν την αιώνια εφηβεία και να παλεύουν για τη διατήρηση ενός αέναου καλοκαιριού. Αυτή η ζωή έχει όντως ενδιαφέρον να ιδωθεί, γι’ αυτό και τα «Υπέροχα Πλάσματα» ήταν μια συγκινητική και φιλόδοξη προσπάθεια. Το «Μίλα μου βρώμικα», όμως, όχι μόνο δεν σε ταξιδεύει πουθενά αλλά κακοποιεί και τη γλώσσα. Με πρόσχημα τον αγοραίο προφορικό λόγο, οι ήρωες δεν ολοκληρώνουν ποτέ μια φράση, επιδίδονται σε άψυχα τσιτάτα και εξυπνακισμούς. Με αφελές σενάριο και προγλωσσικές κραυγές, έχουν δίκιο οι ήρωες της σειράς που έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην καλή νεράιδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου