Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Σύγχρονο νεοελληνικό "success story"

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, η ιστορία των απαγωγέων του Παναγόπουλου και της μαφίας της νύχτας που ξεδιπλώνεται αυτές τις ημέρες αναδεικνύει ένα «success story», θιασώτες του οποίου είναι σημαντικό μέρος της νεοελληνικής κοινωνίας.
11.07.09 ΣΑΒΒΑΤΟ
Ένα μικρό μαγαζί στην Αθήνα προσφέρει τις πολυτελείς υπηρεσίες του σε ό,τι αφορά τη γυναικεία φροντίδα, τη χαλάρωση και τον καλλωπισμό. Η ιδιοκτήτριά του είναι συνώνυμο της νεοελληνικής ξιπασιάς. Νεόπλουτη, ακαλλιέργητη και κυρίως αγενής, φροντίζει πάντα να υπενθυμίζει στις υφιστάμενές της ποιο είναι το αφεντικό. Με χρήματα άλλων -άντρας είναι ως επί το πλείστον ο τυχερός σ' αυτές τις περιπτώσεις- άνοιξε αυτή την επιχείρηση, για να αποδείξει σε όλους ότι τα κατάφερε. Με την επιθυμία να αφήσει πίσω της κάποιο πονεμένο παρελθόν, κάποια ιστορία επαρχιακής φτώχειας, από αυτές που διακαώς επιθυμεί όλη η Ελλάδα να ξορκίσει, φόρεσε τα πιο λουσάτα και επώνυμα ρούχα, άναψε αλά Γκρέτα Γκάρμπο της Λάρισας το τσιγαράκι της και στρογγυλοκάθισε στον καναπέ του spa της να πιει τον φρέντο της.
Το παρελθόν της δεν θα την ξαναενοχλούσε ποτέ. Είχε παίξει σωστά στο παιχνίδι που λέγεται ζωή. Είχε εκμεταλλευτεί αυτούς που έπρεπε, κέρδισε μερικά χρήματα από την αγροτική παρακαταθήκη της και «φόρεσε» πάνω της τη μεγάλη ζωή των μπουζουκιών, της αθάνατης Μυκόνου και της αεργίας. Γιατί κατά βάθος όλες οι στοχευμένες κινήσεις της είχαν ως στόχο το γρήγορο αλλά κυρίως τον εύκολο πλουτισμό. Αυτόν που θα της άφηνε ελεύθερο χρόνο να ασχολείται με το τίποτα.
Στην άλλη πλευρά του μαγαζιού δύο κοπέλες δουλεύουν ασταμάτητα. Εν μέσω καλοκαιριού, και ενώ η οικονομική κρίση αγγίζει σχεδόν τα πάντα, εκτός της γυναικείας περιποίησης, το ένα ραντεβού κλείνεται μετά το άλλο. Το προσωπικό είναι ανεπαρκές για τις ανάγκες της δουλειάς και η μία εργαζόμενη, η παλιότερη, αναπτύσσει υπερβολικούς ρυθμούς για να αφήσει τις πελάτισσές της ικανοποιημένες. Είναι λιγομίλητη, εργατική, τίμια, δουλεύει σε μια εξαιρετικά επίπονη για τη μέση και τα χέρια της δουλειά και αναρωτιέται εάν το δικό της επάγγελμα θα το συμπεριλάβουν στα βαρέα και ανθυγιεινά. Η δουλειά δεν την καταπονεί, της δίνει μια ψυχική ευεξία, εάν δεν υπήρχε και η δυσκολία συνεννόησης με το αφεντικό της.
Σε μια χαμηλόφωνη συζήτηση παραπονιέται ότι δεν παίρνει καθόλου ρεπό, ενώ της καθυστερούν πλέον και το δεκαπενθήμερο, με τη δικαιολογία ότι το μαγαζί περνάει κρίση.
Μια είδηση από το ραδιόφωνο σταματάει τη συνομιλία του αφεντικού με τη φίλη της. Ξαφνικά το δελτίο ειδήσεων την πληροφορεί για τα ονόματα των Τρομπούκη και Βλαστού που αναμειγνύονται σε «βρόμικες» και σκοτεινές υποθέσεις.
Το ραδιόφωνο κλείνει, η κυρία πετάγεται έξω από το μαγαζί και κάνει τα τηλεφωνήματά της. «Αυτοί πρέπει να είναι φίλοι των αφεντικών» ψιθυρίζει η μία εργαζόμενη στην άλλη.
12.07.09 ΚΥΡΙΑΚH
Τέτοιες ιστορίες, με μικρές και μεγάλες παραλλαγές, κυριαρχούν καθημερινά στα κύτταρα της νεοελληνικής κοινωνίας. Άνθρωποι και ανθρωπάκια παίζουν το ρόλο του παράγοντα, του ενδιάμεσου, του ξύπνιου αλλά και του μάγκα για να πιάσουν την καλή. Να ξεφύγουν από τη μιζέρια που γνώρισαν και να ξελασπώσουν όλη την οικογένεια. Μέσα στο ελληνικό DNA έχει γίνει η εγγραφή ότι τα πολλά λεφτά δεν γίνονται με τον ιδρώτα του προσώπου. Αυτή η γνώση, κάτι σαν αλγεβρικό αξίωμα, έχει επικρατήσει κάθε άλλης γνώσης, κάθε ιστορικής παράδοσης και θρησκευτικών καταβολών. Οτιδήποτε άλλο είναι μάταιο εάν επιθυμείς να είσαι αφεντικό. Άλλωστε αυτό δεν κάνουν και οι μεγάλοι αυτού του τόπου, αυτό δεν απέδειξαν και όσοι εμπλέκονται όχι μόνο σ' αυτό αλλά και σ' όλα τα σκάνδαλα του πολιτικού συστήματος;
Ο διαχωρισμός που γίνεται πλέον είναι σαφής. Οι εργαζόμενοι και το αφεντικό αυτής της μικρής επιχείρησης στο κέντρο της Αθήνας σκιαγραφούν τους δύο κόσμους αυτής της μικρής χώρας. Οι διαφορές δεν ορίζονται από τις σπουδές, τα αξιώματα και τον τόπο καταγωγής. Ορίζονται από τη νοοτροπία επιβίωσης, την αξιοπρέπεια και τις αξίες. Κι αν σε κάποιους αυτές φαίνονται ξεπερασμένες πρακτικές, αυτό δεν σημαίνει ότι ισχύει για όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου